- χειράγρα
- χειράγρᾱ , χειράγραgout in the handfem nom/voc/acc dualχειράγρᾱ , χειράγραgout in the handfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειράγρα — η, ΝΑ αρθρίτιδα τού άκρου χεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ἄγρα «κυνήγι, πιάσιμο» (πρβλ. ποδ άγρα). Τη λ. δανείστηκαν από την Ελληνική οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. chiragra, γαλλ. chiragre] … Dictionary of Greek
χειράγρας — χειράγρᾱς , χειράγρα gout in the hand fem acc pl χειράγρᾱς , χειράγρα gout in the hand fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειράγραι — χειράγρᾱͅ , χειράγρα gout in the hand fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειράγραν — χειράγρᾱν , χειράγρα gout in the hand fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειραγρῶν — χειράγρα gout in the hand fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειράγρην — χειράγρα gout in the hand fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειραγρικός — ή, όν, Α [χειράγρά] αυτός που πάσχει από χειράγρα … Dictionary of Greek
quiragra — (Del lat. chiragra.) ► sustantivo femenino MEDICINA Enfermedad de gota que afecta a la mano. * * * quiragra (del lat. «chirāgra») f. *Gota de las manos. * * * quiragra. (Del lat. chirāgra, y este del gr. χειράγρα). f. Gota de las manos … Enciclopedia Universal
βελονάγρα — η χειρουργική λαβίδα με την οποία βγάζουν βελόνα που έχει μπει βαθιά στο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βελόνη + αγρα (πρβλ. ποδάγρα, χειράγρα κ.ά.)] … Dictionary of Greek
γονατάγρα — η ουρική αρθρίτιδα εντοπισμένη στο γόνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνατο + αγρα* (πρβλ. αγκωνάγρα, ποδάγρα, χειράγρα)] … Dictionary of Greek